αστραποβόλος

αστραποβόλος
α, ο [ος , ον ] сверкающий; сияющий; блестящий;

αστραποβόλο βλέμμα — сверкающий взгляд


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αστραποβόλος" в других словарях:

  • αστραποβόλος — α, ο ο αστραφτερός, εκείνος που εκπέμπει αστραπές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βόλος < βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • αστραποβόλος — α, ο αυτός που βγάζει αστραπές: Του ριξε μια αστραποβόλα ματιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… …   Dictionary of Greek

  • αστραποβολώ — ( άω) [αστραποβόλος] 1. εκπέμπω αστραπές 2. λάμπω, ακτινοβολώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»